πρόσμειξη

πρόσμειξη
katma, karıştırma, karışık

Ελληνικό – Τουρκικό Λεξικό. 2010.

Игры ⚽ Поможем написать реферат

Look at other dictionaries:

  • πρόσμειξη — η /πρόσμειξις, είξεως, ΝΜΑ βλ. πρόσμιξη …   Dictionary of Greek

  • πρόσμειξη — η ανάμειξη ουσίας με άλλη: Πολλά λάδια της αγοράς είναι προσμείξεις …   Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)

  • ζυμέλαιο — Πρόσμειξη της αιθυλικής αλκοόλης όταν παρασκευάζεται με ζύμωση. Από την αλκοόλη αυτή εξάγεται 0,4 0,6% ζ., ελαιώδες υγρό με χρώμα ανοιχτό κίτρινο έως καστανοκόκκινο. Το ζ. είναι δηλητηριώδης ουσία, δύσοσμη, που ερεθίζει τους βλεννογόνους των… …   Dictionary of Greek

  • φλόγα — Θερμικό και φωτεινό φαινόμενο, που συνοδεύει την καύση αερίων. Τα υγρά και τα στερεά (πετρέλαιο, ξύλο κλπ.) καίγονται με φ. μόνο αν, με τη θερμότητα, δώσουν αεριώδη προϊόντα αποσύνθεσης. Η φωτεινότητα μιας φ. εξαρτάται από την παρουσία… …   Dictionary of Greek

  • ημιαγωγοί — Ύλες που έχουν ηλεκτρική αγωγιμότητα μικρότερη από εκείνη των μετάλλων, αλλά όχι τόσο χαμηλή όπως στην περίπτωση των μονωτών. Η θεωρία της αγωγιμότητας ταξινομεί ως η. τις ύλες εκείνες, στις οποίες η ενεργειακή διαφορά στάθμης μεταξύ γειτονικών… …   Dictionary of Greek

  • αλάτι — Όρος με τον οποίο στην καθομιλουμένη υποδηλώνεται το χλωριούχο νάτριο (NaCl), που χρησιμοποιείται ευρύτατα στη μαγειρική. Στη φύση υπάρχει στο θαλασσινό νερό (από το οποίο εξάγεται με εξάτμιση στις αλυκές) και σε γεωλογικά κοιτάσματα (ορυκτό… …   Dictionary of Greek

  • κινηματογράφος — Μέσο έκφρασης και παρουσίασης, το οποίο χρησιμοποιεί την τεχνική της αποτύπωσης ακίνητων εικόνων σε φιλμ και της προβολής τους σε οθόνη, μέσω τεχνικών διαδικασιών, οι οποίες δημιουργούν την ψευδαίσθηση της κίνησης. Τα κύριαφαινόμενα που συντελούν …   Dictionary of Greek

  • οζοκηρίτης — Ορυκτό, βιτουμινούχο, της ομάδας των ναφθίδιων, που στην εμφάνιση είναι όμοιο με τον κηρό των μελισσών. Μεγάλα συσσωματώματα του ορυκτού αυτού σχηματίζουν το πέτρωμα που είναι γνωστό ως κηρός. Ο ο. ποικίλλει σε χρώμα από ανοιχτό πράσινο και… …   Dictionary of Greek

  • πρόσμιξη — και πρόσμειξη, η / πρόσμιξις και πρόσμειξις (ε)ίξεως, ΝΜΑ [προσμ(ε)ίγνυμι] ανάμιξη νεοελλ. 1. χημ. α) η ανάμιξη μιας ουσίας μέσα σε μια άλλη β) ουσία που είναι ξένη προς την κύρια χημική σύσταση ενός μη καθαρού, χημικώς, σώματος, ουσία η οποία,… …   Dictionary of Greek

  • σμιθσονίτης — Ορυκτό του ψευδάργυρου (ZnCO3), ένα από τα σημαντικότερα για την εξαγωγή του μετάλλου αυτού. Είναι ισόμορφο με τον ασβεστίτη, κρυσταλλώνεται στο τριγωνικό σύστημα, αλλά σπάνια παρουσιάζει καλά διαμορφωμένους κρυστάλλους, και εμφανίζεται συνήθως… …   Dictionary of Greek

  • ανυδρίτης — Ορυκτό άνυδρο θειικό ασβέστιο (CaSO4). Ανήκει στο ορθορρομβικό σύστημα και οι κρύσταλλοί του έχουν σχήμα παχιών πρισματικών πλακιδίων και καμιά φορά ψευτοκυβικό. Η σκληρότητά του στην ορυκτολογική κλίμακα είναι 3,5 και η πυκνότητά του 2,9 gr/cm3 …   Dictionary of Greek

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”